-
1 Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί ομπρέλα
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο ( να βγάλω τα παπούτσια) μου να μη βραχεί ομπρέλα– Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου• В огороде бузина, а в Киеве дядька• Ни к селу, ни к городуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί ομπρέλα
-
2 Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, να βγάλω τα παπούτσια μου να μη βραχεί ομπρέλα
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο ( να βγάλω τα παπούτσια) μου να μη βραχεί ομπρέλα– Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου• В огороде бузина, а в Киеве дядька• Ни к селу, ни к городуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, να βγάλω τα παπούτσια μου να μη βραχεί ομπρέλα
-
3 Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο ( να βγάλω τα παπούτσια) μου να μη βραχεί ομπρέλα– Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου• В огороде бузина, а в Киеве дядька• Ни к селу, ни к городуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου
См. также в других словарях:
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
καπέλο — το 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, πίλος 2. αύξηση τής τιμής προϊόντος πέρα από το νόμιμο για κερδοσκοπία 3. φρ. «τού βγάζω το καπέλο» τόν αναγνωρίζω ως καλύτερο, τόν σέβομαι και τόν εκτιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capello] … Dictionary of Greek
αποκαλύπτω — (AM ἀποκαλύπτω) 1. αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω 2. φανερώνω, παρουσιάζω 3. εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι νεοελλ. Ι. φέρνω στην επιφάνεια, βγάζω στη φόρα II. ( ομαι) 1. βγάζω το καπέλο μου 2. φρ. «αποκαλύπτομαι μπροστά σε κάποιον» σέβομαι κάποιον … Dictionary of Greek
ξεκαπελώνω — ξεκαπέλωσα, ξεκαπελώθηκα, ξεκαπελωμένος, αφαιρώ, βγάζω το καπέλο κάποιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσκουφώνω — 1. αφαιρώ τον σκούφο, το καπέλο, το κάλυμμα τής κεφαλής κάποιου 2. (συν. το μέσ.) ξεσκουφώνομαι βγάζω τον σκούφο μου, το καπέλο μου, αποκαλύπτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + σκούφος] … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek